καθεδρία

καθεδρία
καθεδρία, ἡ (Μ)
έδρα, κάθισμα, θρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθέδρα (πρβλ. και καθέδρ-ιος, -ιον) (< -εδρος), πιθ. κατ' αναλογίαν προς τα -εδρία, πρβλ. προ-εδρία < πρό-εδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθεδρίαν — καθεδρίᾱν , κατά ἑδριάω seat imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καθεδρίᾱν , κατά ἑδριάω seat imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαθεδρία — ἡ, ΜΑ η προεδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθεδρία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”